μυρεψητήριον

μυρεψητήριον
μυρεψητήριον, τὸ (Α)
1. αγγείο το οποίο χρησιμοποιούσαν για την παρασκευή μύρου
2. το εργαστήριο μυρεψού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρεψῶ + επίθημα -τήριον (πρβλ. ορμη-τήριον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”